-
1 πρέπει
πρέπει безл. ['смотрится'] приличествует (ср. ἔοικα) -
2 πρέπει
απρόσ. (αόρ. έπρεπε)1) надо, нужно; следует; подобает;δεν πρέπει — не надо; — нельзя;
πρέπει να υποθέσουμε — надо думать, полагать;
καθώς ( — или όπως) πρέπει — как следует; — как полагается; — как подобает;
θα τον περιποιηθώ καθώς πρέπει — я его приму как подобает;
άνθρωπος καθώς πρέπει — безупречный человек;
2) должно (быть, случиться и т. п.);πρέπει να βγεί... — должно выйти, получиться;
3) быть достойным (кого-чего-л.); подходить (ком у-чему-л.);σένα σού πρέπει... — ты заслужил...;
δεν τού πρέπει η σύζυγος του его жена ему не пара;4):πρέπει να... (+ αόρ. — или πρκ.) — очевидно, видимо, должно быть, вероятно, наверно;
πρέπει να έφτασε το βαπόρι — пароход, должно быть, прибыл;
κάνει πολλή υγρασία απόψε, πρέπει κάπου νά 'χει βρέξει — очень сыро сегодня вечером, вероятно где-то прошёл дождь;
5):μου (σού, τού κ. τ. λ.) πρέπει — мне (тебе, ему и т. д.) идёт, мне (тебе, ему и т. д.) к лицу;
γ επρεπε να τον είχες δεί πώς φώναζε надо было тебе видеть (или если бы ты видел), как он кричал -
3 πρέπει
πρέπωto be clearly seen: pres ind mp 2nd sgπρέπωto be clearly seen: pres ind act 3rd sg -
4 πρέπει
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρέπει
-
5 πρέπει
(безлично) следует, должно -
6 πρέπει
[прэпи] ρ απρόσ нужно, ддолжно, следует, подобает. -
7 πρέπει
mustΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρέπει
-
8 πρέπει να ξέρει
cal saber -
9 πρέπει να πούμε οτι...
cal dir que... -
10 Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
-
11 Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει
Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει– Όποιος μπει στο λουτρό, θα ιδρώσει• Взялся за гуж, не говори, что не дюжИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει
-
12 Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με τις αλεπούδες πρέπει να παίζουμε την αλεπού
-
13 Όταν κάνεις ότι μπορείς, κάνεις ότι πρέπει
• Когда делаешь то, что можешь, в действительности делаешь то, что необходимоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν κάνεις ότι μπορείς, κάνεις ότι πρέπει
-
14 Γιατρός του εαυτού του καθένας πρέπει να είναι
• Живи разумом, так и лекаря не надобноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γιατρός του εαυτού του καθένας πρέπει να είναι
-
15 Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
• Лжецы должны иметь хорошую памятьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλό μνημονικό
-
16 πρέπω
πρέπω, 1) sich auszeichnen, hervorstechen, deutlich in die Augen fallen; ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, Il. 12, 104, von Hektor, der durch Alle hindurch in die Augen fällt, μετ' ἀγρομένοισιν, Od. 8, 172; Hes. Th. 92, sich auszeichnen woran, worin, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ, Od. 18. 2. wo man gew. eine Tmesis von μεταπρέπω annimmt; πειρῶντι χρυσὸς πρέπει, Pind. P. 10, 67; auch βοὰ πρέπει, das Geschrei tönt laut und deutlich hervor, N. 3, 67, vgl. Aesch. A. 312, λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει πρέπει, Spt. 372, vgl. Ag. 233. 378; ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα, Ch. 12, vgl. 18. 24; so auch ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς, aus den Augen leuchtet die keusche Zucht, H. h. Cer. 214; c. part., ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει, Aesch. Ag. 30, er verkündet laut und deutlich, vgl. Eum. 949; auch von durchdringendem, scharfem Geruche, Ag. 1322. – 2) ähnlich sein, εἶδος πρέπεν ϑυγατέρι, Pind. P. 2, 38; πρέποντα βουϑόρῳ ταύρῳ δέμας, Aesch. Suppl. 297; u. c. int., aussehen, erscheinen wie Etwas, τοῠτο γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαϑεῖν, Pers. 243, dieses Mannes Lauf erscheint persisch anzusehen; auch mit ὡς u. dem inf., πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾷν, Soph. El. 654, d. i. er gleicht an Ansehen einem Herrscher; ὡς πένϑιμος πρέπεις ὁρᾷν, du erscheinst wie ein Betrübter anzusehen, Eur. Suppl. 1056. Zuweilen steht auch statt des int. das prartic. dabei, Schäf. D. Hal. C. V. 212. – Dah. 3) entsprechen, passend, angemessen sein, τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενϑίμῳ πρέπει, welche Begebenheit paßt zu diesem Trauerhaar? entspricht diesem Trauerzeichen? Eur. Alc. 512, v. l. πρέπεις. – Am häufigsten impers. πρέπει, decet, es ziemt sich, schickt sich, ist angemessen, τὸν πρέπει τυγχανέμεν μελέων, Pind. Ol. 2, 46; πρέπει ὑπαντιάσαι, P. 5, 40; οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, Theogn. 235; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσϑαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσϑαι πρέπει, Ag. 915; auch c. acc., ὡς ἐπήλυδας πρέπει, Suppl. 192; u. mit acc. c. int., πρέπει κήρυκ' ἀπαγγέλλειν τορῶς ἕκαστα, Suppl. 909; ὁ πᾶς ἐμοί, ὁ πᾶς ἂν πρέποι παρὼν ἐννέπειν τάδε χρόνος, Soph. El. 1245; τῆς σε τυγχάνειν πρέπει, Trach. 725, u. öfter; auch im partic., πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν, O. R. 9; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, Eur. Hipp. 115; ὀργὰς πρέπει ϑεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσϑαι βροτοῖς, Bacch. 1346; selten c. gen, πρέπον ἦν δαίμονος τοῦ 'μοῠ τόδε, war meines Dämons würdig, Soph. Ai. 534; Thuc. 3, 59; welchen Gebrauch Thom. Mag. ausdrücklich auf das partic. einschränkt. Oft bei Her. auch mit Auslassung des int., der aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, τίσασϑαι οὕτω, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. τίσασϑαι, 4, 139; ἀπήλλαξαν οὕτως, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. ἀπαλλάξαι, 8, 68, 1, vgl. 8, 114; ὡς τὸν ἐλεύϑερον πρέπει, Plat. Prot. 312 b, sc. μανϑάνειν; τὸ ταῠτα διϊσχυρίσασϑαι οὕτως ἔχειν οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί, Phaed. 114 d; τοῖςδε δὴ πρέποι ἂν τοῦτο, Theaet. 146 d; u. umschrieben mit dem partic., ξενισϑέντας οἷς ἦν πρέπον ξενίοις, Tim. 17 b, u. öfter; aber auch ὕμνοι πρέποντες τοῖς γιγνομένοις γάμοις, Rep. V, 459 e, δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας ὕδασι Critia. 117 a; fut., πρέψει ὄνομα τινί, Polit. 288 c; aor., τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῠ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν, Charm. 158 c; πρέπειν εἰς πλῆϑος, Xen. Cyr. 2, 1, 24; πρός τι, 5, 3, 47; Folgde; τὸ πρέπον, das Geziemende, Passende, Schickliche, Sp.; κατὰ τὸ πρέπον τῇ γραφῇ, Pol. 2, 40, 3 u. öfter; πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων ἐκείνοις, Plut. Pomp. 72.
-
17 πρέπω
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number,ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104
;μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172
, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing,φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12
, cf. Th. 124 (lyr.), E.Alc. 512, 1050;π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24
(lyr.); shine forth, show itself,πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67
;πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th. 390
, cf. Pers. 239 (troch.), Ag. 389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib. 242 (lyr.);ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer. 214
;Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel. 216
(lyr.): sts. c. part., to be clearly seen as doing or being,ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30
; σπλάγχνα.. πρέπουσ' ἔχοντες ib. 1222, cf. Eu. 995 (anap.).3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib. 1311.II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38;πρέποντα.. ταύρῳ δέμας A.Supp. 301
; ;πρέπεις.. θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba. 917
: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers. 247, cf. Supp. 719; more freq. with ὡς orὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El. 664
;ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp. 1056
; (lyr.).III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers.,θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
; , cf. Pl.Chrm. 158c, etc.; with Preps.,ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl. 510
;οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24
: c. part.,ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin. 976c
, cf. Plt. 269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph. 219c.2 freq. in part.,ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R. 460a
, etc.; esp. in part. neut.,πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg. 503e
;ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25
;τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3
: rarely c. gen.,π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj. 534
, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma. 294a;πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt. 284e
, etc.: pl.,πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9
;πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23
.3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to.., S.OT9; Πομπήϊος.. πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.;οὐ πρέπει νῷν.. δάσασθαι Pi.P.4.147
;πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr. 121
, cf. A.Ag. 483 (lyr.), E.Hipp. 115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.b c. acc. pers. et inf.,πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46
, cf. A.Supp. 203, S.Tr. 728, Th.1.86, etc.c c. inf. only,πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82
, cf. P.5.43, A.Th. 656, Ag. 636, etc.d with inf. understood, an acc. may be subject,ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68
.α', cf. A.Supp. 195, Pl.Prt. 312b; or object,τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139
; so with dat. of indirect object, Id.8.114. -
18 πρέπω
1a be like c. dat.εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν P. 2.38
b be clear, conspicuousπειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
2 befita c. dat.θνατὰ θνατοῖσι πρέπει I. 5.16
b impers., it is fittingI c. acc. & inf.πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.46
τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
II c. dat. & inf. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.147 εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοινᾷ πρέπει[ ]κορυφὰν[ ]θέμεν Δ. 1. 11. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι Παρθ. 2. 33. πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι fr. 121.III c. inf.ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.82
3 in tmesis. βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67 -
19 πρεπω
(преимущ. praes. и impf., редко fut. πρέψω и aor. ἔπρεψα)1) быть заметным, отличаться(διὰ πάντων Hom.)
νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὴ κόσμῳ πρέπει Eur. — она молода, как видно по (ее) платью и наряду;πρέπουσι μελαγχίμοις γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν Aesch. — на фоне белых одежд резко выделяются черные тела (моряков);ὁμήγυρις γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα Aesch. — толпа женщин в черных покрывалах2) блистать, сиять(πανσέληνος πρέπει ἐν μέσῳ σάκει Aesch.; Ζεὺς πρέπων δι΄ αἰθέρος Eur.)
ὅ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Aesch. — ярко пылает сигнальный костер;πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. — блистающая (красотой) словно на картине3) ( о звуке или запахе) явственно ощущатьсяοἶμαι βοέν ἐν πόλει πρέπειν Aesch. — я думаю, что крик стоит над (павшим) городом;
ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Aesch. — пахнет словно могильным испарением4) быть схожим, походить(τινὴ εἶδος Pind.; τινὴ μορφῇ Eur.)
πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph. — у нее царственный вид5) подходить, приличествовать, подобать, соответствовать(ἐν μεγέθει Arst.)
τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν Plat. — застенчивость шла его возрасту;τούτοις ἓν ὄνομα ἅπασι πρέφει Plat. — всем этим (вещам) будет соответствовать одно название;εἰς τέν ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν Plat. — сказанное пригодится для разъяснения (вопроса);ποῦ τάδ΄ ἐν χρηστοῖς πρέπει ; Eur. — где такие поступки подобают порядочным людям?, т.е. допустимо ли где-л. нечто подобное?;πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν Soph. — тебе (больше всех) пристало говорить от их имени;impers.:οὔτε κλάειν οὔτ΄ ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. — не подобает ни плакать, ни скорбеть;ἐμοὴ πρέποι ἄν Xen. — мне следовало бы;τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους (sc. τίσασθαι) πρέπει Her. — наказать (врагов) так, как они заслуживают -
20 πρέπω
πρέπω, (1) sich auszeichnen, hervorstechen, deutlich in die Augen fallen; ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, von Hektor, der durch alle hindurch in die Augen fällt; sich auszeichnen woran, worin; βοὰ πρέπει, das Geschrei tönt laut und deutlich hervor; auch ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς, aus den Augen leuchtet die keusche Zucht; ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει, er verkündet laut und deutlich; auch von durchdringendem, scharfem Geruche; (2) ähnlich sein; c. inf., aussehen, erscheinen wie etwas; τοῠτο γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαϑεῖν, dieses Mannes Lauf erscheint persisch anzusehen; πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾷν, er gleicht an Ansehen einem Herrscher; ὡς πένϑιμος πρέπεις ὁρᾷν, du erscheinst wie ein Betrübter anzusehen; (3) entsprechen, passend, angemessen sein; τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενϑίμῳ πρέπει, welche Begebenheit paßt zu diesem Trauerhaar? entspricht diesem Trauerzeichen?; impers. πρέπει, decet, es ziemt sich, schickt sich, ist angemessen; c. gen, πρέπον ἦν δαίμονος τοῦ ' μοῠ τόδε, war meines Dämons würdig; τὸ πρέπον, das Geziemende, Passende, Schickliche
См. также в других словарях:
πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω … Dictionary of Greek
πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek